- κατάποτον
- κατάποτονpillneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] … Dictionary of Greek
καταπότοισι — κατάποτον pill neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπότου — κατάποτον pill neut gen sg καταπότης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπότῳ — κατάποτον pill neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάποτα — κατάποτον pill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)